- φόριμος
- -ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑτο θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμηείδος στυπτηρίαςαρχ.1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.